ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΠΑΣΤΕΪΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Οι Μπασταίοι γράφουν για το χωριό τους)
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο (Έκδοση του Συλλόγου των απανταχού Βασταίων «Η ΠΡΟΟΔΟΣ») με αφηγήματα συγχωριανών, Βασταίων με τα ήθη, τα έθιμα και την ιστορία του χωριού, που επιμελήθηκε με μεγάλη επιτυχία ο Γιώργος Σ. Κουλούρης και εκδόθηκε το Γενάρη του 1993.
Θεωρήθηκε σκόπιμο, για να φρεσκάρουμε
τη μνήμη μας οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι (κυρίως όσοι δεν το διάβασαν ), να δημοσιεύσουμε κάποια τέτοια κείμενα- αφηγήσεις στην ιστοσελίδα μας, όσο ασφαλώς ο χώρος και ο χρόνος μας επιτρέπει.
(Τα κείμενα αντιγράφονται όπως είναι ακριβώς στο βιβλίο)
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
(11ο ΕΝΔΕΚΑΤΟ)
ΧΤΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΣΤΑ
( Επίκαιρο )
Του Γιάννη Μητρόπουλου
Πλησιάζουν χρονιάρες μέρες τα λαμπιόνια πολύχρωμα και πάλι εμφανίστηκαν
στους δρόμους και της βιτρίνες.
Όλοι τρέχουμε αναστατωμένοι να προφτάσουμε, λες και κάποιοι μας κυνηγούν.
Χωρίς να το καταλάβουμε καλά -καλά μπήκαμε και εμείς – τα ανέμελα Μπαστιοτόπουλα του χθες, άντρες σήμερα – στο ξέφρενο ρυθμό της ζωής. Τα πάντα θυσία στο βωμό της κατανάλωσης και της επίδειξης.
Αυτές τις χρονιάρες μέρες που έρχονται, δεν ξέρω γιατί, νιώθω μέσα μου ένα κενό, δεν είμαι ευχαριστημένος. Αναρωτιέμαι, γιατί;
Μήπως και φέτος το εορταστικό τραπέζι, δεν θα είναι γεμάτο; Με τα σερβίτσια, τα φώτα, τα λουλούδια, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και την τηλεόραση στο βάθος φαντασμαγορική, και ψυχαγωγία και διασκέδαση; Όλα θα είναι στη θέση τους, μαζί και όλα τα αγαθά του κόσμου. Τότε γιατί δεν νιώθω χαρούμενος και ευτυχισμένος; Απλή η απάντηση.
Φαίνεται ότι ΘΥΜΑΜΑΙ και μάλιστα
παρά θυμάμαι, κάποιες άλλες χρονιάρες μέρες, σ’ ένα φτωχικό σπίτι, σ’ ένα γραφικό χωριό ΜΠΑΣΤΑ, απλωμένο στην πλαγιά της ψηλής Ράχης με φόντο τα χιόνια του Τετραζίου, τα γυμνόκλαδα των πλατανιών, καρυδιών με στάση προσευχής, να ανεμοδέρνονται παλεύοντας με τα αερικά, με το βουητό και το μούγκρισμα των ορμητικών νερών της Κρύας, της Ζεστής και του ντρούμπουλα , νάμε και εγώ ανάμεσα σε φίλους, γονείς, αδέρφια, συγγενείς, χαρούμενος
, γελαστός, κεφάτος, αυτές τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων.
ΘΥΜΑΜΑΙ και νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια, γιατί εκεί φαίνεται σταμάτησαν οι γιορτές για μένα.
Θυμάμαι την καινούρια φορεσιά, που αν είχα σειρά θα μ’ αγόραζαν, για να πετάξω την μπένα από πάνω μου , που από το πολύ μπάλωμα δεν φαινόταν τ ’αρχικό ύφασμα, να τη φορέσω στην Εκκλησιά του χωριού μαζί με τα βακέτινα παπούτσια μα πρόκες, να καμαρώνω, να με κοιτάζουν τ’ άλλα παιδιά, μέχρι που τα κουκουνάρια του σχολείου και η πέτρες να με στείλουν γρήγορα στον τσαγκάρη, μαζί με τη φωνή της συχωρεμένης της μάνας μου. «Περίμενε, ν’ αγοράσουμε πάλι καινούρια».
Πως να ξεχάσω ότι όλο το 12ήμερο η οικογένειά μου τις κρύες και παγερές νύχτες τις περνούσε κοντά στο τζάκι με τα κούτσουρα, με φωνές, μαλώματα, αινίγματα, παραμύθια και φαντάσματα, καλικαντζάρια, από τον παππούλη και τη γιαγιά, μέχρι να βράσει ο τραχανάς, οι χυλοπίτες ή και τα λάχανα και να πάμε για ύπνο.
Αλλά και αν όλα τα ξεχάσω, μπορεί ποτέ να ξεχάσω, μπορεί ποτέ να ξεχάσει κανείς την πανδαισία και το διονυσιακό ξεφάντωμα, κατά το σφάξιμο των γουρουνιών.
Δεν θα κουράσω κανέναν γιατί το θεωρώ περιττό να αναφέρω την αξία του γουρουνιού σε κάθε μπασταίικο σπίτι γ’ αυτές τις μέρες. Αυτό μόνο θα πω: Σπίτι που δεν είχε γουρούνι, δεν έκανε Χριστούγεννα,
παρά με τη συνδρομή συγγενών και συγχωριανών.
Το σκούξιμο της σφαγής των γουρουνιών,
γκουι - γκούι , από τα Λαμπρακέϊκα
στην εκκλησία, από τη Ζεστή στα Ζωγέϊκα, που κατά οικογένειες και παρέες έσφαζαν οι Μπασταίοι τις μέρες αυτές, νομίζω ότι και τώρα τ’ ακούω.
Η μυρωδιά της καμένης λίγδας από το ψήσιμο στη θράκα του νόστιμου σπιτικού γουρουνιού, τρέλαινε μικρούς και μεγάλους.
Μα πιο πολύ εμάς τους μικρούς, που όντως θεονήστικοι, από την ολοήμερη νηστεία, επειδή όπως έλεγε η συγχωρεμένη
μάνα μου ήταν αμαρτία, παραμονή Χριστουγέννων, ν’ αρτυθούμε, τρέχανε τα σάλια μας, βλέποντας τους μεγάλους να τρώνε. Πάλι καλά που μας ξεγελούσαν με το φούσκα που την κάναμε τόπι και έτσι κοιμόμασταν
νηστικά, με τη μεγάλη προσδοκία της γέννησης και του χριστουγεννιάτικου λαδώματος του εντέρου μας.
Όλο το12ήμερο περνούσε με μεζέ μαζί μ’ ανόθευτο ντόπιο βασταίικο κρασί, έφερνε το κέφι, τη χαρά, το τραγούδι.
«Μωρ’ περδικούλα του Μωριά»….» « Βλάχα μου το μαντίλι….»
«Ωχ τη βλέπεις κείνη την Ετιά ….» κτλ γλεντούσε και ξεφάντωνε όλο το χωριό.
Ποιος Μπασταίος μπορεί να ξεχάσει τα ολονύκτια γλέντια των γιορτών Χριστουγέννων, Αη Βασίλη , Φώτα, Αη Γιάννη. Οι επισκέψεις άρχιζαν από το πρωί, μετά την εκκλησία. Την αρχή έκαναν οι γυναίκες. Τα παιδιά – εμείς – αρχίζαμε μετά το μεσημέρι, παρέες – παρέες, δυο τρείς, όσο το δυνατό λιγότεροι μήπως σε κανένα σπίτι μετά τα Χρόνια Πολλά, έξω στην πόρτα, μας έλεγαν να περάσουμε μέσα και μας φίλευαν κουραμπιέ ή μελομακάρονο
αντί για συκομαϊδες ή καρύδια που συνήθως μας έδιναν. Μη σας φαίνεται παράξενο χορτασμένα παιδιά του σήμερα που τα έχετε όλα με το σωρό.
Το βράδι οι μεγάλοι άρχιζαν από νωρίς τις επισκέψεις – πολλά τα ονόματα – έπρεπε να περάσουν από όλους, γιατί κρατούσαν δεφτέρια, ποιος πέρασε και ποιος όχι αυτοί που γιόρταζαν, μήπως χόλιασε κανείς κτλ. Τραγούδι, χορό σε κάθε σπίτι και στο τελευταίο σπίτι, διονυσιακό γλέντι μέχρι τα ξημερώματα.
Πως μπορείς λοιπόν να ξεχάσεις τέτοια βιώματα ; Σύγκρινε τις τυπικές και ψυχρές επισκέψεις σήμερα, με τις εγκάρδιες και ολόθερμες τότε και αμέσως βλέπεις τη διαφορά.
Πολλές οι αναμνήσεις και ατελείωτες. Να ξαναρθούν τέτοια χρόνια αποκλείεται. Να τα ξανά ζήσουμε πάλι έτσι όπως τότε και αυτό δεν γίνεται. Λείπουν οι άνθρωποι, άλλη εποχή, ενδιαφέροντα
άλλα , κοινωνικοί ,οικονομική κατάσταση . Τι μένει λοιπόν; Αναβίωση όχι γιατί θα κάνουμε τα ίδια, αλλά για να μας δίνεται η ευκαιρία όταν έρχονται αυτές οι άγιες μέρες, να θυμόμαστε και να ζούμε το χθες σαν όνειρο, ευχόμενοι πάντα ΑΓΑΠΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ στους συμπατριώτες και ΕΙΡΉΝΗ , ΑΓΑΠΗ σε όλο τον κόσμο.
Γενάρης
1986